απόφθεγμα

απόφθεγμα
το (AM ἀπόφθεγμα) [αποφθέγγομαι]
σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπόφθεγμα — terse pointed saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόφθεγμα — το, ατος 1. γνώμη που διατυπώνεται αυθεντικά: Αυτό που είπες δεν είναι γνώμη, αλλά απόφθεγμα. 2. σύντομη και επιγραμματική κρίση, γνωμικό: Τα «μέτρον άριστον», «χρόνου φείδου» κι άλλα παρόμοια είναι αποφθέγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… …   Dictionary of Greek

  • τἀπόφθεγμα — ἀπόφθεγμα , ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθεγμάτοιν — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθεγμάτων — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθέγμασι — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθέγμασιν — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθέγματα — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφθέγματι — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”